- διδόντας
- δίδωμιAër.pres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHASIS — I. PHASIS fluv, celeberrimus, cuius elegans admodum descriptio exstat apud Arrianum in Periplo Ponti Euxini. Virg. Georg. l. 4. v. 367. Phasimque Lycumque Quae coniunctio ad laudem utriusque fluvii. Siquidem teste Strabone l. 11. Ποταμοὶ πλείους… … Hofmann J. Lexicon universale
κυαμοτρώξ — κυαμοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώγει κυάμους 2. αυτός που ψηφίζει όποιον τού δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (<… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… … Dictionary of Greek